Friday, December 18, 2015

Μια Παριζιάνικη νύχτα στην Κύπρο με τζιχαντιστές και σκυλιά

Θυμάται κανένας το Παρίσι; Όχι; Λίγο; Ούτε και εγώ ιδιαίτερα. Ήθελα όμως από τότε να πω μια ιστορία. Μια ιστορία [που αν την έλεγα τότε θα ήμουν εκτός τόπου και χρόνου. Βλέπεις, οι συζητήσεις για τους τζιχαντιστές και το καημένο Παρίσι πέρασαν γρήγορα στις συζητήσεις για το ξανθό γένος που θα τα έβαζε με τους Τούρκους και άλλες πολλές. Που να τα βγάλει πέρα λοιπόν η ιστοριούλα μου μπρος στα παραμυθιάσματα που τρώγαμε τους τελευταίους δύο μήνες. Κάθισα ήσυχα λοιπόν και μασουλώντας στον καναπέ μου, πέρασα δύο μήνες σιωπής και παρακολούθησης. Και αφού πρώτον πάχυνα και δεύτερον η κατάθλιψη μου άρχισε να βαρά μαύρο, είπα να διηγηθώ αυτή την παρισινή ιστοριούλα. Στο τέλος χειρότερη από αυτές που σαν βλάκας σώπασα και παρακολουθούσα δεν θα είναι.

Ήταν που λέτε η ίδια νύχτα των επιθέσεων. Τη νύχτα αυτή που οι τζιχαντιστές βαρέθηκαν να δολοφονούν με τις χιλιάδες αλεβίτες, κούρδους και σιίτες «καθεστωτικούς» στη Συρία και είπαν να εξορμήσουν για το εξωτικό κυνήγι των δυτικών.


Εκείνη την νύχτα, εγώ ήμουν καλεσμένος από ένα γνωστό σε έξοδο. Ο γνωστός μου, ήταν η μόνη γνώριμη φυσιογνωμία από τους συμμετέχοντες στην έξοδο. Πλέον αυτές οι τσάρκες με άγνωστες παρέες δεν με εμπνέουν όπως έκαναν γύρω στα είκοσι μου. Κοντά στα 30, προτιμώ τις συγκεκριμένες συνάξεις με τους γνώριμους, δοκιμασμένους και εκλεκτούς φίλους. Άσε που κάποιους από αυτούς είναι δύσκολο πλέον να τους πετύχεις. Παρόλα αυτά αποφάσισα για το χατίρι του γνωστού και ενάντια στις μανιοκαταθλιπτικές μου τάσεις να παρευρεθώ στην εν λόγω σύναξη.

Έτσι την νύχτα που η παράνοια ζώστηκε τα εκρηκτικά της για Παριζιάνικη τσάρκα, εγώ έπινα τα ποτά μου με μια άγνωστη για εμένα παρέα. Αφού λοιπόν η παρέα μου ήταν ξένη, προσπάθησα να κρατήσω τόσο το ποτό μου όσο και τις παρεμβάσεις μου στο διάλογο μετρημένες. Καλώς ή κακώς, έχω μάθει να ακούω περισσότερο από το να μιλάω. Αχ, και να το δοκίμαζαν και οι συμπότες μου καμία φορά. Που χάθηκε η μαγική τέχνη του να βγάλουμε τον σκασμό και να ακούσουμε για μία φόρα στη ζωή μας; Η πιθανότητα να μάθουμε κάτι αντί να φλομώσουμε τον κόσμο με την ημιμάθεια μας, μας διαφεύγει! Προφανώς.. Γιατί πίνοντας σιωπηλά και διακριτικότατα το κοκτέιλ μου, μου ήταν αδύνατο είτε από ευγένεια ή από τσιγκουνιά να τους λούσω το περιεχόμενο το ποτηριού μου όταν άρχισαν μια κλισετζίδικη ρατσιστική συζήτηση για το μεταναστευτικό.

Οι εν λόγω παρακαθήμενοι στην παρέα, ξύπνησαν τα βίαια ένστικτα μου μιλώντας για το κύμα των μεταναστών των τελευταίων μηνών. Μετανάστες τους βάφτισαν μετανάστες τους βαφτίζω και εγώ. Δεν γαμίεται και αν είναι πρόσφυγες; Η δυτική μας υπεροχή μας κάνει και παπαδές και τατάδες. Βλέπετε αν και μετανάστης ο ένας εκ των παρευρισκομένων, αυτός ήταν εκ δυσμών μετανάστης. Οπότε μετανάστης δεν λογιέται. Οι πρόσφυγες όμως τέτοιοι είναι. Μετανάστες. Ξέρετε! Βρωμιάρηδες (όχι βρώμικοι), αλλόθρησκοι και σκούροι.

Άρχισαν λοιπόν να μιλάνε για τους πρόσφυγες.. με συγχωρείτε.. τους μετανάστες!  Και από τα strawberry-mojito-flavoured χείλια τους κύλησαν τα πιο αηδιαστικά και στερεοτυπικά κλισέ λογύδρια. Η κουβέντα διήρκησε τριάντα βασανιστικά λεπτά. Αν και η κάθε τους πρόταση έκανε το αίμα μου να ρέει γρηγορότερα στα μηνίγγια μου, δεν μπόρεσα παρά να περισώσω την ουσία της ηλιθιότητας των λεγομένων τους: «οι μετανάστες έρχονται για να παίρνουν τα επιδόματα που δίνονται στις βόρειες χώρες», «είναι τεμπέληδες και θέλουν να κάθονται και να πληρώνονται», «πλέον δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις σε κάποιες περιοχές της Αγγλίας με όλους αυτούς του Πακιστανούς». Ναι! Τους Πακιστανούς! Γιατί τι Ασιάτες Πακιστανοί, τι Μεσανατολίτες Σύριοι πρόσφυγες; Πας μη Δυτικός βάρβαρος!

Δοκίμασα βέβαια να κάνω μια δύο παρεμβάσεις. Δείτε το χριστιανικά αν θέλετε, για να σώσω την ψυχή τους. Μάταια. Αυτοί ήταν οι χριστιανοί και εγώ ο άθεος. Δείτε το εγωιστικά τότε: έκανα μια-δύο παρεμβάσεις για  να σώσω την υπόληψη μου. Επίσης μάταια. Το «ναι, αλλά…» έδινε και έπαιρνε. Όχι με την έννοια του «διαφωνώ στην βάση του επιχειρήματος σου».  Με την άλλη, την γνωστή έννοια, του «να τους πάρεις σπίτι σου ρε αν τους θέλεις εμείς τι φταίμε αν γίνεται πόλεμος;».

Μην φανταστείτε όμως πως έμεινα με δεμένα τα χέρια. Όχι, δεν θα επέτρεπα να συνεχιστεί αυτό το φιάσκο για πολύ ώρα. Όχι, όχι.. Ούτε βεβαία να φανταστείτε πως σήκωσα το ανάστημα και τους τα είπα ένα χεράκι για το τι εστί πρόσφυγας, ποιανού οι πολιτικές τους έδιωξαν από τα σπίτια τους και με ποίο δικαίωμα αυτοί σαν υποστηρικτές αυτών των πολιτικών ζητάνε τώρα και τα ρέστα. Όχι.. Δεν έκανα τίποτα από όλα αυτά. Γιατί; Γιατί είπαμε.. Έμαθα να ακούω. Γιατί ακόμη και στην ηλιθιότητα προσπαθώ να βρω ίχνος λογικής. Γιατί η πίστη μου στους ανθρώπους με οδηγεί πάντοτε στη καλοπροαίρετη ανάλυση των επιχειρημάτων τους, μπας και έχουν δίκαιο. Γιατί δεν πιστεύω πως κρατάω εγώ την δάδα της απόλυτης σοφίας. Περίμενα έτσι υπομονετικά για αρκετή ώρα μήπως δείξουν και αυτοί την ίδια καλή θέληση. Δυστυχώς όμως οι συνομιλητές μου πίστευαν πως κατείχαν την απόλυτη σοφία. Και ποιος ήμουν εγώ να τους υποδείξω το αντίθετο;

Είπαμε όμως. Το φιάσκο το σταμάτησα! Και ποία ήταν η στρατηγική μου στην επίτευξη αυτού του στόχου; Μα φυσικά αφού ζύγιασα και κατανόησα τον εχθρό την βρήκα! Βγάζω λοιπόν το κινητό μου και τους δείχνω φωτογραφίες με το κατοικίδιο μου. Και τότε.. το κλίμα άλλαξε. Όλη η χριστιανική τους αγάπη και φιλευσπλαχνία πλημύρισε το ποτάδικο. Φωτογραφίες σκυλιών έδιναν και έπαιρναν. Περιγραφές για τα καμώματα τους, τις συνήθειες τους, την εξυπνάδα και την χρησιμότητα τους άναψαν τη συζήτηση με χαμόγελα. Και παράλληλα συθέμελα έτριξε το μπαρ όταν αναλογιστήκαμε την κακομεταχείριση των ζώων που υπάρχει ακόμη και σήμερα. Και φυσικά όλοι θα παίρναμε από ακόμη ένα αδέσποτο στο σπίτι μας για να μην πεθάνει στο δρόμο. Όλοι αν μπορούσαμε θα το γλυτώναμε από το άγριο κυνηγητό της μοίρας, τις κακουχίες και τον τρόμο.

Αφού λοιπόν τόσο διπλωματικά και με τόση επιτυχία έσωσα την διάθεση μου και το ακριβοπληρωμένο ποτό μου δεν κατέληξε στα κεφάλια τους, η νύχτα συνεχίστηκε. Όχι μόνο επιτυχώς μπεκρουλιάσαμε εκεί αλλά πήγαμε και σε ακόμη ένα μαγαζί, να ρίξουμε ένα χορό. Δεν ήταν όμως όλα εντάξει.

Επιστρέφοντας σπίτι κάτι μαύριζε μέσα μου. Δεν ήταν η συνήθης σκοτεινιά μου. Δεν ήθελα όμως να σκεφτώ τι ήταν. Με πείραζε ήδη, χωρίς να χώσω τα νύχια μου μέσα. Δεν θα την έβγαζα καθαρή εκείνη τη νύχτα. Η τύχη δεν θα μου έκανε τέτοια χάρη. Έτσι καθώς οδηγούσα, στο ράδιο άρχισε η βραχνή φωνή του Joe Strummer να τραγουδά.. “Charlie dont surf”:

We've been told to keep the strangers out
 we don't like them starting to hang around
We don't like them all over town
across the world we are going to blow them down


Δεν ξέρω πως νοιώθουν οι κοπέλες που μετά από πίεση και καμπόσα ποτά ενδίδουν σε κάποιον αχρείο για μια νύχτα, αλλά ανάλογα αισθήματα ντροπής και αυτοταπείνωσης θα πρέπει να ένοιωσα και εγώ. Όσο και αν ήθελα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, να τους τα ψάλλω ένα χεράκι ή στο τέλος της ημέρας να θυσιάσω ένα πολύτιμο ποτό στο κεφάλι τους, ήδη είχα χάσει την μάχη. Ήταν πλέον αργά να σηκώσω ανάστημα, να υπερασπιστώ το δίκαιο. Ήταν αργά για να πω μια κουβέντα για παιδάκια που πνίγονται κάθε μέρα στη θάλασσα, για αυτούς που προσπαθούν να ξεφύγουν από το άγριο κυνηγητό της μοίρας, τις κακουχίες και τον τρόμο.

Στο μπάνιο μου αργότερα καθώς προσπαθούσα να ξεπλύνω τις ενοχές για το γεγονός πως δεν αντιμετώπισα τα λόγια τους στα ίσια, ένοιωθα ακόμη πιο βρώμικος σκεπτόμενος τι έπρεπε να πω και δεν είπα. Όταν κάθισα στο σαλόνι μου αποφάσισα να τα γράψω όλα αυτά. Όμως ήταν ήδη αργά. Οι τζιχαντιστές τα έβαλαν με το Παρίσι και οι συμπότες μου, με χιλιάδες άλλους σαν αυτούς, επαναλάμβαναν τις μαλακίες τους διαδικτυακά. Πρώτα για το Παρίσι, μετά για το ξανθό γένος και άλλα πολλά.

Και εγώ έμεινα εδώ μασουλώντας και παρακολουθώντας. Δύο μήνες τώρα. Δύο μήνες που ο σκύλος μου με κοιτάζει με αηδία.


3 comments:

  1. Να ξέρεις ότι δεν είσαι μόνος σου, τζιαι να σιαίρεσαι τζιαι λλίον.

    ReplyDelete
    Replies
    1. Το χιούμορ στο κείμενο εν έδειξεν ευθυμίαν; Χάχαχα.. Εν πειράζει. Βέβαιως και δεν είμαι μόνος.. Είμαστεν πολλοί. Χωρίς προσανατολισμό. Ενώ τούτοι ούλλοι μια χαρά τραβούν τον δρόμο τους.

      Delete
  2. Τον προσανατολισμόν τον δείχνει η ανάγκη. Φτάνει να μεν είσαι σαπός πουμέσα, πίσω που τζιείνους "που τραβούν τον δρόμον τους", τζιαι τον προσανατολισμόν τον ηβρίσκεις. Είναι μέσα στον καθέναν τζιαι εν η συνισταμένη αξιών τζιαι επιλογών.

    https://youtu.be/hydYuwdh32I

    ReplyDelete